Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- καταιονητήρας ο [kateonitíras] Ο2 : (λόγ.) συσκευή για: α. ντους. β. υποκλυσμό.
[λόγ. < αρχ. ρ. καταιονη- (καταιονῶ) `ρίχνω ζεστό νερό για θεραπευτικούς σκοπούς΄ -τήρ > -τήρας]