Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: καταδολιεύομαι
1 εγγραφή
καταδολιεύομαι [kataδoliévome] Ρ5.1β : (λόγ.) εξαπατώ κπ., κυρίως στη νομική γλώσσα: ~ ένα νόμο, χρησιμοποιώ δόλο για να τον καταστρατηγήσω.

[λόγ. κατα- ελνστ. (σπάν.) δολιεύομαι `ασκώ δόλο΄ απόδ. γαλλ. frauder ή αγγλ. defraud]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες