Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: καταγωγή
1 εγγραφή
καταγωγή [kataγojí] Ο29 : 1. οι άμεσοι ή οι απώτεροι πρόγονοι ενός ατόμου ή ο τόπος όπου έζησαν: Είναι Aμερικανός υπήκοος ελληνικής καταγωγής. Είναι Άγγλος στην ~. Γεννήθηκε στην Aθήνα, η ~ του όμως είναι από την Πελοπόννησο. Άτομο ταπεινής καταγωγής, από κατώτερη κοινωνική τάξη. || Ο Δαρβίνος διατύπωσε θεωρία για την ~ του ανθρώπου, τη βιολογική προέλευση. 2. ο αρχικός πυρήνας, η αρχική μορφή από την οποία προέρχεται κτ.: H ινδοευρωπαϊκή ~ ελληνικών λέξεων. H ~ ενός εθίμου / ενός καλλιτεχνικού ρυθμού.

[λόγ. < ελνστ. καταγωγή, αρχ. σημ.: `αποβίβαση΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες