Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: καταγής
1 εγγραφή
καταγής [katajís] επίρρ. τοπ. : (οικ.) κάτω, επάνω στο έδαφος ή στο δάπε δο: Έπεσε ~. Kοιμάται / κάθεται ~, όχι σε κρεβάτι ή σε καρέκλα.

[αρχ. φρ. κατά γῆς `κάτω απ΄ τη γη΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες