Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- καταγής [katajís] επίρρ. τοπ. : (οικ.) κάτω, επάνω στο έδαφος ή στο δάπε δο: Έπεσε ~. Kοιμάται / κάθεται ~, όχι σε κρεβάτι ή σε καρέκλα.
[αρχ. φρ. κατά γῆς `κάτω απ΄ τη γη΄]