Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: καταβροχθίζω
1 εγγραφή
καταβροχθίζω [katavroxθízo] -ομαι Ρ2.1 : I. τρώω μεγάλη ποσότητα τροφής λαίμαργα και χωρίς να τη μασήσω καλά: Ήρθε πεινασμένος και καταβρόχθισε στη στιγμή δύο πιάτα φαγητό. || (για σαρκοβόρα) συλλαμβάνω το θύμα μου και το τρώω: Ο λύκος καταβρόχθισε πέντε αρνιά. Ο καρχαρίας καταβρόχθισε έναν κολυμβητή. II. (μτφ.) 1. ξοδεύω, σπαταλώ υλικά αγαθά ή μεγάλα χρηματικά ποσά σε σχετικά πολύ μικρό χρονικό διάστημα: Kαταβρόχθισε ολόκληρη περιουσία μέσα σε λίγα χρόνια. 2. απολαμβάνω κτ. με ιδιαίτερη ένταση, με τις αισθήσεις ή με το νου μου: Mια όμορφη κοπέλα που οι άντρες την καταβροχθίζουν με τα μάτια. Tο μυθιστόρημα ήταν τόσο ενδιαφέρον που το καταβρόχθισα σε μια μέρα, το διάβασα με ταχύτητα και με ενδιαφέρον. 3. (υπ. πργ. ή αφηρ. ουσ.) α. καταστρέφω, εξαφανίζω κτ.: Tα κύματα καταβρόχθισαν το μικρό καράβι, το κατάπιαν. H φωτιά καταβροχθίζει ό,τι βρεθεί μπροστά της, κατακαίει. Οι υπεραγορές καταβρόχθισαν τα μικρά καταστήματα, τα ανάγκασαν να κλείσουν. β. για κτ. που για να λειτουργήσει απαιτεί μεγάλες δαπάνες: H εθνική άμυνα καταβροχθίζει τεράστια ποσά.

[λόγ.: Ι: αρχ. καταβροχθίζω· ΙΙ: σημδ. γαλλ. engloutir]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες