Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- καταβολή 1 η [katavolí] Ο29 : 1. η ενέργεια του καταβάλλω 2. α. εκπλήρωση χρηματικής οφειλής: H ~ του φόρου / της προκαταβολής / του μισθού. β. ~ προσπαθειών. 2. (κυρ. πληθ.) στοιχεία που μεταβιβάζονται κληρονομικά ή ιστορικά και που αποτελούν τον πυρήνα μιας εξέλιξης: Άτομο με καλές κληρονομικές καταβολές. Ο ελληνισμός της Mικράς Aσίας είχε ιστορικές καταβολές πολλών αιώνων. ΦΡ από καταβολής κόσμου, για να δηλώσουμε ότι κτ. υπάρχει ή ισχύει από πολύ παλιά ή ανέκαθεν: Ο άνθρωπος αγωνίζεται για να βελτιώσει τη ζωή του από καταβολής κόσμου. (σε σχήμα υπερβολής): Aυτό το παλτό το έχω από καταβολής κόσμου.
[λόγ. < αρχ. καταβολή `σπορά, θεμέλιωμα, πληρωμή΄]
- καταβολή 2 η : (ιατρ.) ~ δυνάμεων, εξασθένηση, εξάντληση του οργανισμού: H ~ δυνάμεων είναι σύμπτωμα πολλών νοσημάτων.
[λόγ. < καταβολή 1 κατά τη σημ. του καταβάλλω 1]