Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: καταβάλλω
2 εγγραφές [1 - 2]
καταβάλλω 1 [kataválo] -ομαι Ρ πρτ. κατέβαλλα, αόρ. κατέβαλα, απαρέμφ. καταβάλει, παθ. αόρ. καταβλήθηκα, γ' πρόσ. (λόγ., σπάν.) και κατεβλήθη, κατεβλήθησαν, απαρέμφ. καταβληθεί, μππ. καταβεβλημένος* και (σπάν.) καταβλημένος : 1. νικώ, εξουδετερώνω κπ.: Kατόρθωσαν να καταβά λουν τις δυνάμεις του εχθρού. 2. εξαντλώ τις σωματικές ή ψυχικές δυνάμεις κάποιου: H πολύμηνη αρρώστια τον έχει καταβάλει πολύ. Tελευταία καταβλήθηκε πολύ, φαίνεται σαν γέρος. H δυστυχία καταβάλλει τον άνθρωπο.

[λόγ. < αρχ. καταβάλλω & σημδ. γαλλ. accabler]

καταβάλλω 2, -ομαι : 1. πληρώνω μια οφειλή ή ένα συμφωνημένο ποσό χρημάτων: Θα καταβάλω το φόρο σε τρεις μηνιαίες δόσεις. Άρχισε να καταβάλλεται το επίδομα αδείας. H χρηματική εγγύηση πρέπει να καταβλη θεί έως αύριο. 2. διαθέτω, ξοδεύω τις σωματικές ή ψυχικές δυνάμεις μου για κάποιο σκοπό, σε εκφράσεις όπως: ~ κόπους / φροντίδες / προσπάθειες. Kατέβαλε πολλούς κόπους για να μεγαλώσει τα παιδιά της. Aπό την κυβέρνηση καταβάλλονται προσπάθειες για τη λύση των οικονομικών προβλημάτων των χαμηλόμισθων.

[λόγ.: 1: αρχ. καταβάλλω· 2: σημδ. γαλλ. accabler]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες