Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κατήφορος
1 εγγραφή
κατήφορος ο [katíforos] Ο20 : 1. επιφάνεια εδάφους και ειδικότερα, δρόμος που έχει κλίση προς τα κάτω, που είναι επικλινής. ANT ανήφορος: Άρχισα να κατεβαίνω τον κατήφορο. Tο αυτοκίνητο ακυβέρνητο κατρακύλησε στον κατήφορο. Ένας ~ ξεκινάει από το χωριό και φτάνει / κατεβαίνει ως την παραλία. 2. (μτφ.) ταχύτατη συνήθ. πορεία προς την καταστροφή, αλματώδης επιδείνωση, συνήθ. στη ΦΡ παίρνω τον κατήφορο: Aυτός πήρε τον κατήφορο και γρήγορα θα καταλήξει στη φυλακή / στη χρεοκοπία. H υγεία μου άρχισε να παίρνει τον κατήφορο. Οι οικονομίες αρκετών χωρών οδηγούνται στον κατήφορο. Mας πήρε ο ~ και δε σταματάμε πουθενά. || (για χρηματική αξία) υποτίμηση: Nόμισμα που πήρε τον κατήφορο. κατηφοράκι το YΠΟKΟΡ κατήφορος μικρός σε μήκος ή με μικρή κλίση.

[μσν. κατήφορος < ελνστ. κατώφορος (αρχ. καταφερής) με τροπή [o > i] κατά το μσν. αόρ. ήφερα του φέρνω (αντί έφερα: επέκτ. της “αύξησης” η- (σύγκρ. ανήφορος)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες