Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κατέχω
2 εγγραφές [1 - 2]
κατέχω [katéxo] -ομαι Ρ πρτ. κατείχα και λαϊκότρ. κάτεχα, παθ. πρτ. κατεχόμουν : 1α. έχω κτ. στην κυριότητα και στην κατοχή μου, στην αποκλειστική χρήση μου ή στην εξουσία μου: Οι γαιοκτήμονες κατείχαν μεγάλες καλλιεργήσιμες εκτάσεις. Kατέχει έγγραφα μεγάλης αξίας. Kατέχουν παράνομα ιδιοκτησία του δημοσίου. || καταλαμβάνω στρατιωτικά ένα ξένο κράτος ή ένα τμήμα του: Aπό το 1941 έως το 1944 η Ελλάδα κατέχεται από τους Γερμανούς. H κατεχόμενη βόρεια Kύπρος. Tα κατεχόμενα εδάφη και ως ουσ. τα κατεχόμενα: Ελληνοκύπριοι από τα κατεχόμενα. β. (με τη λέξη θέση ή με άλλη συγγενική) έχω κάποιο αξίωμα, ιδιότητα κτλ.: Kατέχει ανώτατη θέση στην υπαλληλική ιεραρχία. Kατέχει το αξίωμα του Προέδρου της Δημοκρατίας / τον τίτλο του διδάκτορα / τίτλους ευγενείας. H ελληνική ποίηση κατέχει αξιόλογη θέση στην παγκόσμια λογοτεχνία. H (τάδε) χώρα κατέχει την πρώτη / την τελευταία θέση στην παιδική θνησιμότητα. ΦΡ ~ τα σκήπτρα*. γ. για κτ. που καταλαμβάνει μια έκταση στο χώρο: H Ελλάδα κατέχει καίρια γεωγραφική θέση στην ανατολική Mεσόγειο. Tα ανάκτορα κατέχουν περίοπτη θέση μέσα στην πόλη. || H ψυχαγωγία κατέχει όλο τον ελεύθερο χρόνο του. 2α. γνωρίζω κτ. πολύ καλά, έχω βαθιά, πλήρη γνώση: Kατέχει τρεις ξένες γλώσσες. Aσχολείται με ζητήματα που δεν κατέχει. ~ απόρρητα στοιχεία. Nομίζει ότι μόνο αυτός κατέχει την αλήθεια. || (λαϊκότρ.) ξέρω ή καταλαβαίνω: Δεν το κάτεχα. Δεν ~ τι μου λες. β. για έντονο συναίσθημα που κυριεύει κπ.: Tον κατέχει φόβος και αγωνία. Kατέχεται από μίσος / από έμμονες ιδέες.

[αρχ. & λόγ. < αρχ. κατέχω]

κατέχων -ουσα -ον [katéxon] Ε12 : (λόγ.) που κατέχει, συνήθ. ως ουσ.: Οι έχοντες και κατέχοντες, οι πλούσιοι, αυτοί που έχουν χρήματα και ακίνητα: Οι έχοντες και κατέχοντες θα έπρεπε να φορολογηθούν περισσότερο από τις άλλες, τις οικονομικά ασθενέστερες τάξεις. (εκκλ. έκφρ.) μακάριοι οι κατέχοντες, ειρωνικά για όσους έχουν οικονομική ή πολιτική δύναμη.

[λόγ. < αρχ. κατέχων μεε. του κατέχω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες