Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κατέρχομαι
1 εγγραφή
κατέρχομαι [katérxome] Ρ αόρ. κατήλθα, απαρέμφ. κατέλθει : (λόγ.) κατεβαίνω. ANT ανέρχομαι: Ο πρωθυπουργός κατήλθε πρώτος από το αεροπλάνο. Ο στρατός άρχισε να κατέρχεται προς το νότο. Στις προσεχείς εκλογές θα κατέλθουν τέσσερα κόμματα.

[λόγ. < αρχ. κατέρχομαι]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες