Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- κατέρχομαι [katérxome] Ρ αόρ. κατήλθα, απαρέμφ. κατέλθει : (λόγ.) κατεβαίνω. ANT ανέρχομαι: Ο πρωθυπουργός κατήλθε πρώτος από το αεροπλάνο. Ο στρατός άρχισε να κατέρχεται προς το νότο. Στις προσεχείς εκλογές θα κατέλθουν τέσσερα κόμματα.
[λόγ. < αρχ. κατέρχομαι]