Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κατάψυξη
1 εγγραφή
κατάψυξη η [katápsiksi] Ο33 : 1. δημιουργία, με τεχνητά μέσα, πολύ χαμηλής θερμοκρασίας στην οποία υποβάλλονται φυτικές ή ζωικές ουσίες για να μην υποστούν φυσικές αλλοιώσεις: Συστήματα / συσκευές καταψύξεως. Tο κρέας / τα ψάρια / τα λαχανικά συντηρούνται με ~. Γονιμοποιημένα ωάρια διατηρούνται σε κατάσταση καταψύξεως. || (ιατρ.) πρόκληση τεχνητής υποθερμίας. 2. ειδικός θάλαμος του οικιακού ψυγείου, συνήθ. επάνω από το χώρο της συντήρησης, με πολύ χαμηλή θερμοκρασία, όπου καταψύχονται τα τρόφιμα· (πρβ. καταψύκτης): Bάζω το κρέας στην ~. Tο ψυγείο μου έχει μεγάλη / μικρή ~. ΦΡ βάζω κτ. στην ~, ειρωνικά, για κτ. που δε σκοπεύουμε να το χρησιμοποιήσουμε ή να το εφαρμόσουμε για μεγάλο χρονικό διάστημα: Tο τάδε νομοσχέδιο το έβαλαν στην ~.

[λόγ. < αρχ. κατάψυξις (-σις > -ση) `αίσθηση δροσιάς ή κρύου στο σώμα΄, σημδ.: 1: γαλλ. réfrigération ή αγγλ. refrigeration· 2: γαλλ. congélateur ή αγγλ. freezer]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες