Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κατάχαμα
1 εγγραφή
κατάχαμα [katáxama] επίρρ. τοπ. : (οικ.) κάτω, στο έδαφος ή στο δάπεδο· χάμω, καταγής: Kάθισε / κοιμήθηκε ~. Mην πετάς ~ τα σκουπίδια.

[μσν. κατάχαμα < κατα- αρχ. χαμ(αί) `χάμω΄ επίρρ. κατά τα άλλα επιρρ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες