Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- κατάχαμα [katáxama] επίρρ. τοπ. : (οικ.) κάτω, στο έδαφος ή στο δάπεδο· χάμω, καταγής: Kάθισε / κοιμήθηκε ~. Mην πετάς ~ τα σκουπίδια.
[μσν. κατάχαμα < κατα- αρχ. χαμ(αί) `χάμω΄ επίρρ. -α κατά τα άλλα επιρρ.]