Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κατάφυτος
1 εγγραφή
κατάφυτος -η -ο [katáfitos] Ε5 : για έκταση που καλύπτεται από φυτά, από πλούσια βλάστηση: Bουνά κατάφυτα από έλατα. Ποτάμια με κατάφυτες όχθες.

[λόγ. < ελνστ. κατάφυτος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες