Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- κατάστικτος -η -ο [katástiktos] Ε5 : για επιφάνεια που είναι γεμάτη στίγματα: Tο πρόσωπό του είναι κατάστικτο από τα τσιμπήματα των κουνουπιών. Tο δέρμα του είναι κατάστικτο από τατουάζ. Οι σελίδες του βιβλίου είναι κατάστικτες από την πολυκαιρία. || (για πρόσ.): Είναι ~ από τσιμπήματα.
[λόγ. < αρχ. κατάστικτος]