Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κατάστερος
1 εγγραφή
κατάστερος -η -ο [katásteros] Ε5 : (λογοτ.) γεμάτος αστέρια, κυρίως ως χαρακτηρισμός του ουρανού.

[λόγ.(;) < ελνστ. κατάστερος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες