Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κατάσαρκα
1 εγγραφή
κατάσαρκα [katásarka] επίρρ. τοπ. : για κτ. που φοριέται ή που ακουμπά απευθείας επάνω στο σώμα: Φοράει το πουκάμισο ~, χωρίς φανέλα. Έβαλε τη θερμοφόρα ~.

[μσν. κατάσαρκα < φρ. κατά σάρκα (πρβ. μσν. το κατασάρκα `κατασάρκιον΄) (διαφ. το ελνστ. κατάσαρκος `πλαδαρός΄)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες