Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- κατάσαρκα [katásarka] επίρρ. τοπ. : για κτ. που φοριέται ή που ακουμπά απευθείας επάνω στο σώμα: Φοράει το πουκάμισο ~, χωρίς φανέλα. Έβαλε τη θερμοφόρα ~.
[μσν. κατάσαρκα < φρ. κατά σάρκα (πρβ. μσν. το κατασάρκα `κατασάρκιον΄) (διαφ. το ελνστ. κατάσαρκος `πλαδαρός΄)]