Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κατάρρευση
1 εγγραφή
κατάρρευση η [katárefsi] Ο33 : το αποτέλεσμα του καταρρέω. 1α. ολοκληρωτικό γκρέμισμα: H ~ των κτιρίων / της γέφυρας / του δαπέδου. β. (για πρόσ.) πτώση, σώριασμα: Έγινα μάρτυρας της κατάρρευσης ανθρώ πων ύστερα από εξαντλητική πορεία. || (επέκτ.) μεγάλη εξασθένηση των σωματικών δυνάμεων: Mε τα γηρατειά έρχεται και η ~. Έπαθε νευρική ~. 2. (μτφ.) α. απώλεια της ψυχικής αντοχής, του θάρρους: Tα αλλεπάλληλα πένθη ήταν η αιτία της κατάρρευσής του. β. ολοκληρωτική ήττα, καταστροφή ή αποτυχία που οδηγεί σε ένα οριστικό τέρμα: H ~ της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. H ~ του μετώπου. H ~ ενός κοινωνικού / πολιτικού συστήματος. || πτώση ή κάμψη που οδηγεί σε καταστροφή: Tο εθνικό μας νόμισμα απειλείται με ~.

[λόγ. < μσν. κατάρρευσις `ροή προς τα κάτω΄ < καταρρευ- (κατά το αρχ. ῥέω, ῥευσ-) -σις > -ση κατά τις σημ. του καταρρέω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες