Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- κατάξερος -η -ο [katákseros] Ε5 : που είναι εντελώς ξερός, χωρίς καθόλου υγρασία ή νερό: Tο χώμα / το πηγάδι είναι κατάξερο. Tο ψωμί έγινε κατάξερο.
[αρχ. κατάξηρος ( [ir > er] κατά το ξηρός > ξερός)]