Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κατάξερος
1 εγγραφή
κατάξερος -η -ο [katákseros] Ε5 : που είναι εντελώς ξερός, χωρίς καθόλου υγρασία ή νερό: Tο χώμα / το πηγάδι είναι κατάξερο. Tο ψωμί έγινε κατάξερο.

[αρχ. κατάξηρος ( [ir > er] κατά το ξηρός > ξερός)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες