Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κατάντια
1 εγγραφή
κατάντια η [katándja] Ο25α : (οικ.) η άθλια υλική, ηθική ή ψυχική κατάσταση στην οποία καταλήγει κάποιος· κατάντημα: ~ είναι αυτή! Δες ~ (που έχει αυτός)! Πρέπει να ντρεπόμαστε για την ~ μας. || Tην ~ που είχε εκείνα τα χρόνια η οικονομία μας δεν την έχει τώρα.

[καταντ(ώ) -ια (αναδρ. σχημ.)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες