Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
4 εγγραφές [1 - 4] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- κατάντι το [katándi] Ο44α : (λαϊκότρ.) η κατάντια.
[καταντ(ώ) -ι (αναδρ. σχημ.)]
- κατάντια η [katándja] Ο25α : (οικ.) η άθλια υλική, ηθική ή ψυχική κατάσταση στην οποία καταλήγει κάποιος· κατάντημα: Tι ~ είναι αυτή! Δες ~ (που έχει αυτός)! Πρέπει να ντρεπόμαστε για την ~ μας. || Tην ~ που είχε εκείνα τα χρόνια η οικονομία μας δεν την έχει τώρα.
[καταντ(ώ) -ια (αναδρ. σχημ.)]
- κατάντικρυ [katándikri] επίρρ. τοπ. : (λογοτ., λαϊκότρ.) ακριβώς απέναντι.
[ελνστ. κατάντικρυς κατά το αντίκρυ (αρχ. καταντικρύ)]
- καταντίπ [katadíp] επίρρ. τροπ. : (οικ.) για να δηλώσουμε με έμφαση την έννοια του εντελώς, ολωσδιόλου, και με ιδιαίτερη έμφαση αντί του ντιπ: Είναι ~ βλάκας. Είναι ντιπ ~ ψεύτης, για ακόμη μεγαλύτερη έμφαση.
[κατα- ντιπ]