Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κατάμονος
1 εγγραφή
κατάμονος -η -ο [katámonos] Ε5 : (οικ.) ολομόναχος: Zει ~. (επιτατικά) Έμεινε μόνος και ~.

[κατα- μόνος (διαφ. το αρχ. κατάμονος `μόνιμος΄)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες