Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κατάματα
1 εγγραφή
κατάματα [katámata] επίρρ. τροπ. : μόνο στην έκφραση κοιτάω / ατενίζω κπ. / κτ. ~: α. κοιτάζω κπ. κατευθείαν στα μάτια, χωρίς να αποστρέφω το βλέμμα μου: Tον κοίταξε θαρρετά ~ και του είπε… β. (μτφ.) κοιτάζω, αντιμετωπίζω κπ. χωρίς ντροπή: Έκανε πάντοτε το καθήκον του για να μπορεί να κοιτάξει την κοινωνία ~. γ. αντιμετωπίζω κτ. έτσι όπως είναι, χωρίς να προσπαθώ, από δειλία, να το αποφύγω: Πρέπει να ατενίσουμε την πραγματικότητα ~.

[μσν. κατάματα < κατα- μάτ(ι) επίρρ. ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες