Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κατάλυμα
1 εγγραφή
κατάλυμα το [katálima] Ο49 : γενικός χαρακτηρισμός χώρου που είναι κατάλληλος για την προσωρινή κυρίως διαμονή κάποιου, όπου μπορεί να καταλύσει κάποιος: Οι τουρίστες δύσκολα βρίσκουν ~ τους θερινούς μήνες. Οι αρχές έδωσαν / εξασφάλισαν καταλύματα στους πρόσφυγες. Στρατιωτικά καταλύματα, για στρατιώτες.

[λόγ. < ελνστ. κατάλυμα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες