Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κατάληξη
1 εγγραφή
κατάληξη η [katáliksi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του καταλήγω. 1. αποτέλεσμα, συνέπεια: Kαι ποια ήταν η ~ όλων αυτών των προσπαθειών; Ο θάνατός του ήταν η ~ μιας μακροχρόνιας αρρώστιας. Ο πόλεμος ήταν η φυσική ~ των γεγονότων που προηγήθηκαν. || Aυτή η υπόθεση / αυτός ο νέος δε θα έχει καλή ~, τέλος. Kοίτα ~!, κατάντημα. 2α. τέρμα, τελικό τμήμα: Στην ~ του δρόμου υπάρχει ένα αδιέξοδο. Ποια θα είναι η ~ του ταξιδιού; β. (γραμμ.) το μεταβλητό μέρος προς το τέλος της κλιτής λέξης: ~ ρήματος / ονόματος. Παραγωγική / υποκοριστική ~.

[λόγ.: 2β: ελνστ. κατάληξις (-σις > -ση)· 1, 2α: σημδ. γαλλ. aboutissement]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες