Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κατάθλιψη
2 εγγραφές [1 - 2]
κατάθλιψη 1 η [katáθlipsi] Ο33 : ψυχική κατάσταση θλίψης και βαθιάς μελαγχολίας: Παθαίνω / με πιάνει ~ όταν σκέπτομαι τα γηρατειά που έρχονται. Aυτή η πόλη είναι τόσο σκυθρωπή, που μου προκαλεί ~. || (ψυχιατρ.) ψυχική νόσος που χαρακτηρίζεται από μόνιμη μελαγχολία, αποθάρρυνση, εσωστρέφεια και γενικά αρνητική αντιμετώπιση της ζωής: Πάσχει από ~. Aυτοκτόνησε σε μια κρίση κατάθλιψης.

[λόγ. < ελνστ. κατάθλιψις (-σις > -ση) `πίεση προς τα κάτω΄ κατά το καταθλιπτικός 1 σημδ. γαλλ. oppression]

κατάθλιψη 2 η : (τεχν.) συμπίεση: Σωλήνωση καταθλίψεως.

[λόγ. < ελνστ. κατάθλιψις (-σις > -ση) `πίεση προς τα κάτω΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες