Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κατάβαση
1 εγγραφή
κατάβαση η [katávasi] Ο33 : πορεία προς τα κάτω, κατέβασμα συνήθ. από βουνό. ANT ανάβαση: H ~ από τις χιονισμένες πλαγιές ήταν δύσκολη.

[λόγ. < αρχ. κατάβα(σις) -ση]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες