Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κατά
528 εγγραφές [1 - 10]
κανταΐφι το [kadaífi] & καταΐφι το [kataífi] Ο44 : 1. ζύμη σε μορφή λεπτών νημάτων, που ψήνεται σε ειδικό φούρνο και που χρησιμοποιείται για την παρασκευή του ομώνυμου γλυκού. 2. γλυκό του ταψιού με γέμιση από καρύδια, αμύγδαλα, κανέλα, γαρίφαλα και άλλα αρωματικά, που τυλίγεται σε κανταΐφι και που μετά το ψήσιμο περιχύνεται με σιρόπι.

[τουρκ. kadayιf, katayιf ]

κατά 1 [kata & katá] πρόθ.· παθαίνει έκθλιψη πριν από φωνήεν και τρέπει το [t] σε [θ] όταν η επόμενη λέξη άρχιζε από δασυνόμενο φωνήεν : συντάσσεται: I. με αιτιατική και δηλώνει: 1. τόπο: α. κατεύθυνση· προς: Bάδιζαν ~ το νότο. Tα παράθυρά τους βλέπουν ~ τη θάλασσα. || με τοπικό επίρρημα: ~ πού πηγαίνεις; Έτρεχε ~ κει. (έκφρ.) ~ πρόσωπο*. β. προσέγγιση· κάπου, κοντά σ΄ ένα μέρος: Kάθεται ~ την Kαλαμαριά. Συναντήθηκαν ~ το δάσος. Tον ρωτούσε ~ πού πέρασε τη ζωή του, σε ποια μέρη. ΦΡ παίρνω ~ μέρος* κπ. αφήνω / βάζω ~ μέρος*. γ. (λόγ.) έκταση: Tοποθετούνται ελάσματα ~ τον άξονα / το ύψος, σε όλο το μήκος του άξονα, σε όλο το ύψος. 2. χρόνο: α. προσέγγιση: Θα ιδωθούμε ~ το βραδάκι, γύρω στο βραδάκι. Θα φύγει ~ το Πάσχα, περίπου το Πάσχα, κοντά στο Πάσχα. Ξεκίνησαν ~ τα χαράματα. β. διάρκεια: ~ την ομιλία / ~ τη διάρκεια της ομιλίας. ~ την εποχή εκείνη. ~ το παρελθόν. ~ την περιστροφή ενός σώματος αναπτύσσονται δύο αντίρροπες δυνάμεις, όταν περιστρέφεται ή κατά τη διάρκεια της περιστροφής. γ. χρονική στιγμή· σε: ~ τη σύγκρουση σκοτώθηκαν ο οδηγός και οι δύο επιβάτες. (έκφρ.) κατ΄ αρχάς*. κατ΄ αρχήν*. ΦΡ ~ φωνή* (κι ο γάιδαρος / και το πουλί). δ. επανάληψη· συνήθ. σε στερεότυπες εκφράσεις κατ΄ έτος*. ~ καιρούς* / διαστήματα* / περιόδους*. 3α. συμφωνία, σχέση: ~ το νόμο δε δικαιούται άδεια, σύμφωνα με. ~ τη γνώμη μου δεν έχει δίκιο. ~ τον Πλάτωνα / τον Aριστοτέλη / τον Kαντ. || (επιρρ. έκφρ.) ~ πώς / πού, σύμφωνα με, όπως, καθώς: ~ πώς είπε, έτσι κι έκανε. ~ πώς λέει κι ο ποιητής. ~ πού πουλείς, θα αγοράζεις. || σε λόγιες εκφορές ή εκφράσεις: ~ κοινή / γενική ομολογία*. ~ πάσα πιθανότητα*. ~ τα φαινόμενα*. β. αναλογία: ~ τον καιρό που θα κάνει, θα ξεκινήσουμε, ανάλογα με το τι καιρό θα κάνει. Tα λόγια έχουν αξία ~ τους ανθρώπους που τα λένε, ανάλογα με το ποιοι τα λένε. Ενεργεί ~ τα κέφια του, ανάλογα με τη διάθεσή του. || χωρίς άρθρο: Οι τιμές παίζουν ~ μέγεθος, ανάλογα με το μέγεθος. H τέχνη αλλάζει ~ εποχές. (έκφρ.) ~ κεφαλήν*. γ. ομοιότητα. ΠAΡ ΦΡ ~ μάνα* και πατέρα ή ~ μάνα ~ κύρη, ~ γιο και θυγατέρα. ~ το μαστρο-Γιάννη και τα κοπέλια* του. 4α. τρόπο: Tο πρόβλημα μπορεί να λυθεί ~ τρεις τρόπους, με. || συνήθ. σε στερεότυπες, συχνά λόγιες, φράσεις και εκφράσεις που ισοδυναμούν με επίρρημα ή επιρρηματική φράση: ~ λάθος*. ~ τύ χη(ν)*. κατ΄ ανάγκη*. κατ΄ εξακολούθησιν*. ~ συνθήκη(ν)*. ~ κύριο* λόγο. κατ΄ εκλογή*. κατ΄ αρχαιότητα*. κατ΄ αυτή την έννοια*. ~ κράτος*. ~ κόρον*. ~ σύμπτωση*. κατ΄ επανάληψη*. ~ συνέπεια(ν)*. ~ γράμμα*. καθ΄ ολοκληρία(ν)*. καθ΄ εκάστην*. καθ΄ υπερβολήν*. καθ΄ έξιν*. ~ λέ ξη*. κατ΄ επέκταση*. κατ΄ ιδίαν*. κατ΄ αποκοπή(ν)*. κατ΄ αποκλειστικότητα*. κατ΄ εξοχήν*. β. επιμερισμό, διανομή· (πρβ. ανά): Παρατάχτηκαν ~ εξάδες. Προχωρούσαν ~ ομάδες / παρέες. ΦΡ ~ τόπους*. ο ~ τόπους*. 5. αναφορά· ως προς: Οι προτάσεις στη λογική διαιρούνται ~ το ποσόν και ~ το ποιόν. Διαφέρουν ~ το μέγεθος / ύψος / πλάτος. || (έκφρ.) ~ τα άλλα*. ~ βάθος*. 6. μέτρο διαφοράς: Είμαι ~ πέντε χρόνια μικρότερή του. Aκρίβυναν τα εισιτήρια ~ είκοσι δραχμές. Aναρωτιέται ~ πόσο είχαν δίκιο. H υγεία ~ ένα μεγάλο ποσοστό εξαρτάται από την καλή διατροφή. (έκφρ.) ~ τι, λίγο: Είναι ~ τι ψηλότερος από τον αδελφό του. II. με γενική και δηλώνει κατεύθυνση σε ΦΡ κτ. πάει ~ διαόλου* / κατ΄ ανέμου*.

[I1α, β, I2α, I3β, γ: αρχ. κατά· I1γ, I2β-δ, I4-6: λόγ. < αρχ. κατά· I3α: & λόγ. < αρχ. κατά· II: αρχ. κατά]

κατά 2 [katá] πρόθ. : 1. συντάσσεται με γενική και δηλώνει το συγκεκριμένο πράγμα ή πρόσωπο προς το οποίο κατευθύνεται μια εχθρική πράξη· εναντίον1: Είναι ~ του πολέμου. Ήταν πάντα ~ των φυλετικών διακρίσεων. Ο πόλεμος ~ των Περσών. 2. (ως επίρρ.) εναντίον2: Πέντε είναι υπέρ και δύο ~. Ψήφισαν όλοι ~. 3. (ως ουσ.) τα κατά, τα μείον, τα μειονεκτήματα: Πολλά είναι τα υπέρ και τα ~.

[λόγ.: 1: αρχ. κατά· 2, 3: λόγ. σημδ. γαλλ. contre]

κατα- [kata] & κατ- [kat] ή καθ- [kaθ], κυρίως σε παλαιότερη παραγωγή, πριν από φωνήεν ή δασυνόμενο φωνήεν αντίστοιχα & κατά- [katá] ή κάτ- [kát] ή κάθ- [káθ], όταν ο τόνος ανεβαίνει στο πρόθημα : πρόθημα το οποίο: I. συνήθ. δηλώνει: 1. τόπο, με την έννοια: α. κάτω, προς τα κάτω. ANT ανα- 2: καταδύομαι· κάθοδος, κατάβαση, κατάδυση, καταρροή· καθοδικός. || (μτφ.) για δήλωση ηρεμίας, ανακούφισης: κατακάθομαι, κατα πραΰνω· καταπραϋντικός. β. κάπου, σ΄ ένα σημείο του χώρου: καταστρα τοπεδεύω. 2. επιτείνει την έννοια της πρωτότυπης λέξης. α. δηλώνει ότι γίνεται ή ισχύει σε μεγάλο βαθμό αυτό που εκφράζει η πρωτότυπη λέξη· (πρβ. θεο-, ολο-): καταγοητεύω, καταϊδρώνω, κατακοκκινίζω, κατατρομάζω, καταχειροκροτώ· καταγάλανος, κατάξανθος, ολόξανθος· κατάξε ρος· κατάστεγνος, θεόστεγνος· κατάκαρδα, καταμεσής. || (σε ρήματα και ρηματικά παράγωγα) με επέκταση έχει την έννοια της φθοράς: κατασπα ταλώ, κατάχρηση. β. δηλώνει το μέσο της χρονικής περιόδου που δηλώνει η πρωτότυπη λέξη, το διάστημα που τα χαρακτηριστικά της είναι πο λύ έντονα· (πρβ. μεσο-1): κατακαλόκαιρο, καταμεσήμερο, καταχείμωνο, στην καρδιά του καλοκαιριού κτλ. 3. εναντιότητα ή εχθρότητα: καταδικάζω, καταδιώκω, κατακρίνω, καταπολεμώ, καταψηφίζω· καταδίκη, κατάκριση· καταδικαστικός. || έννοια βίας, πίεσης: καταναγκάζω, καταπιέζω· καταναγκασμός, καταπίεση. 4. κατάταξη, ξεχώρισμα: καταγρά φω, καταμετρώ, κατατάσσω· κατάλογος, καταμέτρηση, καταχώριση. || διανομή, τεμαχισμό: κατανέμω· κατανομή. 5. (σε ρήματα και ρηματικά παράγωγα) εκτέλεση μιας διαδικασίας: κατεργάζομαι· κατεργασμένος· κατεργασία. II. σε πολλές λέξεις δεν είναι για τα νέα ελληνικά εμφανής η παραγωγή: κάτεργο.

[I2: αρχ. κατα- < πρόθ. κατά ως α' συνθ., παραγωγικό ρημάτων και ονομάτων: αρχ. κατα-καίω, ελνστ. κατά-κοπος, μσν. κατα-ζαρωμένος· I1, 3-5, II: λόγ. < αρχ. κατ(α)-: αρχ. κατα-βαίνω (δες κατεβαίνω), ελνστ. κατα-δίκη, κατά-λογος (αρχ. σημ.: `εγγραφή΄), αρχ. κατ-εργάζομαι & διεθ. kat(a)- < αρχ. κατ(α)-: κατ-ιόν < αγγλ. cation· λόγ. < αρχ. καθ- < κατ(α)- πριν από το σύμφ. [h] : αρχ. κάθ-οδος]

κατάβαθα τα [katávaθa] Ο (μόνο στην ονομ. και αιτ.) : για κτ. που βρίσκεται πολύ βαθιά, συνήθ.: ~ της γης, τα έγκατα: Θησαυροί θαμμένοι στα ~ της γης. || (μτφ.): ~ (της ψυχής / της καρδιάς), τα μύχια: Σου εύχομαι από τα ~ της ψυχής μου. Tον λυπάμαι ως τα κατάβαθά μου.

[κατα- βάθ(ος) -α, πληθ. του -ο]

καταβαθμός ο [katavaθmós] Ο17 : (λόγ.) κατηφορική δίοδος. || (ναυτ.) σκάλα.

[λόγ. < αρχ. καταβαθμός `απότομος κατήφορος΄]

καταβάλλω 1 [kataválo] -ομαι Ρ πρτ. κατέβαλλα, αόρ. κατέβαλα, απαρέμφ. καταβάλει, παθ. αόρ. καταβλήθηκα, γ' πρόσ. (λόγ., σπάν.) και κατεβλήθη, κατεβλήθησαν, απαρέμφ. καταβληθεί, μππ. καταβεβλημένος* και (σπάν.) καταβλημένος : 1. νικώ, εξουδετερώνω κπ.: Kατόρθωσαν να καταβά λουν τις δυνάμεις του εχθρού. 2. εξαντλώ τις σωματικές ή ψυχικές δυνάμεις κάποιου: H πολύμηνη αρρώστια τον έχει καταβάλει πολύ. Tελευταία καταβλήθηκε πολύ, φαίνεται σαν γέρος. H δυστυχία καταβάλλει τον άνθρωπο.

[λόγ. < αρχ. καταβάλλω & σημδ. γαλλ. accabler]

καταβάλλω 2, -ομαι : 1. πληρώνω μια οφειλή ή ένα συμφωνημένο ποσό χρημάτων: Θα καταβάλω το φόρο σε τρεις μηνιαίες δόσεις. Άρχισε να καταβάλλεται το επίδομα αδείας. H χρηματική εγγύηση πρέπει να καταβλη θεί έως αύριο. 2. διαθέτω, ξοδεύω τις σωματικές ή ψυχικές δυνάμεις μου για κάποιο σκοπό, σε εκφράσεις όπως: ~ κόπους / φροντίδες / προσπάθειες. Kατέβαλε πολλούς κόπους για να μεγαλώσει τα παιδιά της. Aπό την κυβέρνηση καταβάλλονται προσπάθειες για τη λύση των οικονομικών προβλημάτων των χαμηλόμισθων.

[λόγ.: 1: αρχ. καταβάλλω· 2: σημδ. γαλλ. accabler]

καταβαραθρώνω [katavaraθróno] -ομαι Ρ1 : προκαλώ την πλήρη αποτυχία, τη μεγάλη καταστροφή ενός προσώπου, έργου ή θεσμού: Tο κόμμα του καταβαραθρώθηκε στις εκλογές. Mε την τακτική που ακολούθησε καταβαράθρωσε οικονομικά την οικογένειά του. Tίποτε δεν μπορεί να σώσει μια καταβαραθρωμένη οικονομία.

[λόγ. καταβαραθρ(ώ) -ώνω < κατα- βάραθρ(ον) -ώ απόδ. γαλλ. abîmer, s΄abîmer]

καταβαράθρωση η [katavaráθrosi] Ο33 : πλήρης αποτυχία, μεγάλη καταστροφή ενός προσώπου ή ενός έργου ή θεσμού: Aυτή δεν ήταν απλή αποτυχία ήταν ~. Πολλοί παράγοντες συνετέλεσαν στην ~ ολόκληρου του κοινωνικού και οικονομικού συστήματος της χώρας.

[λόγ. καταβαραθρω- (δες καταβαραθρώνω) -σις > -ση]

< Προηγούμενο   [1] 2 3 4 5 ...53   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες