Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- καστόρ το [kastór] Ο (άκλ.) & καστόρι το [kastóri] Ο44 : 1. κατεργασμένο δέρμα κάστορα, που είναι πολύ μαλακό σαν βελούδο και ανθεκτικό στην υγρασία και με επέκταση, δέρμα άλλου ζώου, συνήθ. αρνιού, που μοιάζει στην υφή με το δέρμα του κάστορα: Παπούτσια από ~, καστόρινα. Θα φορέσω τα καστόρια μου, τα καστόρ παπούτσια. 2. (ως επίθ.) καστόρινος: Kρατούσε μια τσάντα ~ / μια ~ τσάντα.
[λόγ. αντδ. < γαλλ. castor < αρχ. κάστωρ· ιταλ. castor(o) -ι < αρχ. κάστωρ (δες κάστορας)]
- καστόρινος -η -ο [kastórinos] Ε5 : που είναι κατασκευασμένος από καστόρ: Kαστόρινο καπέλο. Kαστόρινη τσάντα / ζακέτα.
[λόγ. καστορ- (δες κάστορας) -ινος]