Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: καστόρ
4 εγγραφές [1 - 4]
καστόρ το [kastór] Ο (άκλ.) & καστόρι το [kastóri] Ο44 : 1. κατεργασμένο δέρμα κάστορα, που είναι πολύ μαλακό σαν βελούδο και ανθεκτικό στην υγρασία και με επέκταση, δέρμα άλλου ζώου, συνήθ. αρνιού, που μοιάζει στην υφή με το δέρμα του κάστορα: Παπούτσια από ~, καστόρινα. Θα φορέσω τα καστόρια μου, τα καστόρ παπούτσια. 2. (ως επίθ.) καστόρινος: Kρατούσε μια τσάντα ~ / μια ~ τσάντα.

[λόγ. αντδ. < γαλλ. castor < αρχ. κάστωρ· ιταλ. castor(o) -ι < αρχ. κάστωρ (δες κάστορας)]

κάστορας ο [kástoras] Ο5 : αμφίβιο τρωκτικό με χοντρό σώμα, πλατιά ουρά, παχύ τρίχωμα και με τα δάχτυλα στα πίσω πόδια του ενωμένα με νηκτική μεμβράνη, που ζει σε υπόγειες φωλιές και που θεωρείται πολύτιμο για το δέρμα του.

[αρχ. κάστωρ, αιτ. -ορα]

καστορέλαιο το [kastoréleo] Ο41 : φυτικό έλαιο που χρησιμοποιείται στη φαρμακευτική, κυρίως ως καθαρτικό· ρετσινόλαδο.

[λόγ. καστορ- (δες κάστορας) + -έλαιον μτφρδ. αγγλ.(;) castor oil (από υποθετικό συσχετισμό με ουσία που παράγεται από τους αδένες του κάστορα)]

καστόρινος -η -ο [kastórinos] Ε5 : που είναι κατασκευασμένος από καστόρ: Kαστόρινο καπέλο. Kαστόρινη τσάντα / ζακέτα.

[λόγ. καστορ- (δες κάστορας) -ινος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες