Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- καστράτος ο [kastrátos] Ο18 : (μουσ.) υψίφωνος που τον είχαν ευνουχίσει όταν ήταν παιδί, για να διατηρήσει την ψιλή παιδική φωνή.
[ιταλ. castrato -ς < λατ. castratus `ευνουχισμένος΄ (πρβ. μσν. καστράτος `ευνουχισμένος΄ < λατ. castratus)]