Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: καστράτος
1 εγγραφή
καστράτος ο [kastrátos] Ο18 : (μουσ.) υψίφωνος που τον είχαν ευνουχίσει όταν ήταν παιδί, για να διατηρήσει την ψιλή παιδική φωνή.

[ιταλ. castrato < λατ. castratus `ευνουχισμένος΄ (πρβ. μσν. καστράτος `ευνουχισμένος΄ < λατ. castratus)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες