Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
25 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- καστ το [kást] Ο (άκλ.) : το σύνολο των ηθοποιών που συμμετέχουν σε μια κινηματογραφική ή θεατρική παραγωγή.
[λόγ. < αγγλ. cast]
- κάστα η [kásta] Ο25 : 1. καθεμιά από τις κλειστές κοινωνικές τάξεις στις οποίες είναι χωρισμένοι οι λαοί των Iνδιών: H ~ των βραχμάνων. 2. (μειωτ.) προνομιούχα, κλειστή κοινωνική ομάδα, αποκομμένη από το ευρύτερο κοινωνικό σύνολο, οι δραστηριότητες της οποίας εξυπηρετούν αποκλειστικά τα δικά της συμφέροντα: Δεν ανήκει σε καμιά ~· ό,τι έκανε το έκανε μόνος του.
[ιταλ. casta & γαλλ. cast(e) -α < ισπαν. casta `καθαρή ράτσα΄ < λατ. castus `αγνός΄]
- καστανάς ο [kastanás] Ο1 : αυτός που πουλάει κάστανα ψημένα, σε υπαίθρια ψησταριά: Tο φθινόπωρο οι καστανάδες στήνουν τη φουφού τους στις γωνιές των δρόμων.
[κάσταν(ο) -άς]
- καστάνια η [kastána] Ο25 : (τεχν.) εξάρτημα οδοντωτού τροχού, που εμποδίζει την αντίστροφη κίνηση.
[ιταλ. castagna]
- καστανιά η [kastaná] Ο24 : 1. δέντρο που φτάνει σε μεγάλο ύψος, ζει πολλά χρόνια και καλλιεργείται για τους φαγώσιμους καρπούς του, τα κάστανα, και για το ξύλο του. 2. το ξύλο της καστανιάς: Tα δοκάρια της στέγης είναι από ~. || (ως επίθ.): Tα πατώματα είναι ~, από καστανιά.
[μσν. καστανιά < ελνστ. καστανέα με συνίζ. για αποφυγή της χασμ.]
- καστανιέτα η [kastanéta] Ο25 : καθένα από τα δύο ξύλινα, κοίλα κρόταλα που τα χτυπούν με τα δάχτυλα και που τα χρησιμοποιούν για να κρατούν το ρυθμό σε ισπανικούς κυρίως χορούς.
[ισπαν. castaὑeta]
- κάστανο το [kástano] Ο41 : ο καρπός της καστανιάς, που αποτελείται από δύο ή τρία ημισφαιρικά ή τριγωνικά αμυλώδη σπέρματα, καλυμμένα με λεία, καφετιά φλούδα και που αρχικά περιβάλλεται από ένα αγκαθωτό περικάρπιο: Άγρια / ήμερα / βραστά / ψητά κάστανα. (έκφρ.) το ψητό έγινε (σαν) ~, πολύ τρυφερό. ΦΡ βγάζω τα κάστανα απ΄ τη φωτιά, αναλαμβάνω τον κίνδυνο ή το κόστος μιας ενέργειας για λογαριασμό κάποιου άλλου, που τελικά επωφελείται από την αίσια έκβαση της προσπάθειάς μου. δε χαρίζω κάστανα, δε δείχνω επιείκεια, δεν υποχωρώ ποτέ και σε κανέναν: Ο δάσκαλός μας είναι αυστηρός, δε χαρίζει κάστα να. δεν τρέχει ~, δε συμβαίνει ή δε γίνεται τίποτε ή για απόρριψη αιτήματος, επιθυμίας κτλ.
[ελνστ. κάστανον (συνήθ. πληθ. κάστανα)]
- καστανομάλλης -α -ικο [kastanomális] Ε9 θηλ. και καστανομαλλούσα [kastanomalúsa] Ο25α : που έχει καστανά μαλλιά. || (ως ουσ.): Προτιμάει τις καστανομάλλες.
[κασταν(ός) -ο- + -μάλλης· καστανομάλλ(ης) -ούσα]
- καστανομάτης -α -ικο [kastanomátis] Ε9 : που έχει καστανά μάτια. || (ως ουσ.): Tου αρέσουν οι καστανομάτες.
[κασταν(ός) -ο- + -μάτης]
- καστανόξανθος -η -ο [kastanóksanθos] Ε5 : 1. για μαλλιά που έχουν χρώμα ανοιχτό καστανό, προς το ξανθό. 2. που έχει μαλλιά καστανόξανθα: Ένα καστανόξανθο κορίτσι. Είναι ~. 3. (ως ουσ.) α. ο καστανόξανθος, θηλ. καστανόξανθη: Tου αρέσουν οι καστανόξανθες. β. το καστανόξανθο, το καστανόξανθο χρώμα.
[κασταν(ός) -ο- + ξανθ(ός) -ος]