Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κασμάς
1 εγγραφή
κασμάς ο [kazmás] Ο1 : σκαπτικό εργαλείο, είδος στενής αξίνας: Οι εργάτες δούλευαν με κασμάδες και με φτυάρια.

[τουρκ. kazma ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες