Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- κασκορσέ το [kaskorsé] Ο (άκλ.) & κασκορσές ο [kaskorsés] Ο13 : εσώρουχο χωρίς μανίκια, είδος φανέλας που εφαρμόζει στο σώμα και που το καλύπτει έως τη μέση: Mακό / μάλλινο ~.
κασκορσεδάκι το YΠΟKΟΡ. [λόγ. < γαλλ. cache-corset· μεταπλ. σε αρσ. κατά το κορσές]