Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κασκορσέ
1 εγγραφή
κασκορσέ το [kaskorsé] Ο (άκλ.) & κασκορσές ο [kaskorsés] Ο13 : εσώρουχο χωρίς μανίκια, είδος φανέλας που εφαρμόζει στο σώμα και που το καλύπτει έως τη μέση: Mακό / μάλλινο ~. κασκορσεδάκι το YΠΟKΟΡ.

[λόγ. < γαλλ. cache-corset· μεταπλ. σε αρσ. κατά το κορσές]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες