Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κασιδιάρης
1 εγγραφή
κασιδιάρης -α -ικο [kasiδjáris] Ε9 : (οικ.) 1. που έχει κασίδα. || για ζώο που έχει χάσει το τρίχωμά του: Kασιδιάρικο γατί. || (ως ουσ.). 2. (μτφ., για πρόσ.) ψωροπερήφανος. || (ως ουσ.): Mακριά από αυτόν τον κασιδιάρη.

[κασίδ(α) -ιάρης]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες