Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- κασίδα η [kasíδa] Ο25α : (οικ.) δερματοπάθεια του τριχωτού της κεφαλής, που προκαλεί γενική ή κατά τόπους τριχόπτωση. || (επέκτ.) το κεφάλι που έχει κασίδα. ΦΡ τον τρώει η ~ του, για κπ. που ενεργεί σαν να επιδιώκει να του συμβεί κτ. κακό· ΣYN ΦΡ τον τρώει το κεφάλι του.
[μσν. κασίδα ίσως < κασίδ(ιν) `κράνος΄ μεγεθ. -α < κασίδιον υποκορ. του κάσσις < λατ. cassis `κράνος΄]