Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κασέλα
1 εγγραφή
κασέλα η [kaséla] Ο25 : μεγάλο, μακρόστενο και βαθύ ξύλινο συνήθ. κιβώτιο, με κάλυμμα στερεωμένο με μεντεσέδες, που το χρησιμοποιούσαν για να φυλάγουν ρούχα, σεντόνια, κουβέρτες κτλ.: Οι κασέλες ήταν γεμάτες με τα προικιά της. κασελάκι το YΠΟKΟΡ 1. μικρή κασέλα. 2. μικρό ξύλινο κιβώτιο ειδικής κατασκευής που χρησιμοποιούν οι πλανόδιοι στιλβωτές παπουτσιών, οι λούστροι.

[βεν. cassela]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες