Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: καρχαρίας
1 εγγραφή
καρχαρίας ο [karxarías] Ο3 : 1. επιθετικό και αδηφάγο ψάρι, που έχει μεγάλο ατρακτοειδές σώμα με χόνδρινο σκελετό και στόμα με πριονωτά δόντια, στο χαμηλότερο μέρος του κεφαλιού κάτω από το ρύγχος: Λευκός ~, είδος καρχαρία από τους πιο επικίνδυνους. Mπλε ~. Ο ~ χαρακτηρίζεται ως η τίγρη της θάλασσας. || ένα από τα είδη του καρχαρία, το σκυλόψαρο. 2. (μτφ.) χαρακτηρισμός ανθρώπου πλεονέκτη, συνήθ. ασυνείδητου επιχειρηματία που για να επικρατήσει δε διστάζει να εξοντώσει τους πιο μικρούς και αδύνατους ανταγωνιστές του.

[λόγ.: 1: αρχ. καρχαρίας· 2: σημδ. γαλλ. requin]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες