Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: καρυότυπος
1 εγγραφή
καρυότυπος ο [kariótipos] Ο20α : (βιολ.) η εικόνα του συνόλου των χρωμοσωμάτων ενός ατόμου, κατά ζεύγη.

[λόγ. < γαλλ. caryotype < caryo- `πυρήνας΄ < αρχ. κάρυο(ν) + -type < αρχ. τύπος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες