Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- καρυδένιος -α -ο [kariδénos] Ε4 : 1. που είναι κατασκευασμένος από ξύλο καρυδιάς· κάρινος: Kρεβάτι καρυδένιο. 2. που έχει ως βασικό συστατικό ψίχα καρυδιού· καρυδάτος.
[μσν. καρυδένιος < καρύδ(ι) -ένιος]