Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: καρυδένιος
1 εγγραφή
καρυδένιος -α -ο [kariδénos] Ε4 : 1. που είναι κατασκευασμένος από ξύλο καρυδιάς· κάρινος: Kρεβάτι καρυδένιο. 2. που έχει ως βασικό συστατικό ψίχα καρυδιού· καρυδάτος.

[μσν. καρυδένιος < καρύδ(ι) -ένιος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες