Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- καρτεσιανισμός ο [kartesianizmós] Ο17 : το φιλοσοφικό σύστημα που διατύπωσε ο Kαρτέσιος.
[λόγ. < γαλλ. cartésianisme < cartésien = καρτεσιαν(ός) -isme = -ισμός]