Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: καρπικός
1 εγγραφή
καρπικός -ή -ό [karpikós] Ε1 : (ανατ.) που έχει σχέση με τον καρπό του χεριού, που ανήκει σε αυτόν: Kαρπικά οστά.

[λόγ. καρπ(ός) 2 -ικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες