Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- καρπερός -ή -ό [karperós] Ε1 : γόνιμος. 1. (οικ.) εύφορος: Kαρπερή γη. Kαρπερό χωράφι. 2. (λαϊκότρ.) για άνθρωπο ή για ζώο πολύ αναπαραγωγικό: Kαρπερή γυναίκα.
[μσν. καρπερός < καρπ(ός) -ερός]