Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: καρπαζιά
1 εγγραφή
καρπαζιά η [karpazjá] Ο24 : (οικ.) ΣYN σφαλιάρα. 1. δυνατό χτύπημα στο κεφάλι με το εσωτερικό μέρος της ανοιχτής παλάμης: Tου έδωσε / του έσκασε μια ~. Έφαγε μια ~. 2. (μτφ.) κοροϊδία, εκμετάλλευση και περιφρόνηση που υφίσταται κάποιος: Στη ζωή του έφαγε πολλές καρπαζιές. ΦΡ άνθρωπος της καρπαζιάς, που γίνεται αντικείμενο κοροϊδίας και εκμετάλλευσης· ΣYN ΦΡ άνθρωπος της σφαλιάρας.

[< καλπαζιά `κλοτσιά αλόγου΄ < καλπάζ(ω) -ιά με τροπή [l > r] πριν από [p] ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες