Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: καρπέτα
1 εγγραφή
καρπέτα η [karpéta] Ο25 & καρπέτο το [karpéto] Ο39 : είδος χαλιού χωρίς χνούδι.

[γαλλ. carpett(e) < αγγλ. carpet· μεταπλ. σε ουδ. κατά το χαλί]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες