Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: καροτσιέρης
1 εγγραφή
καροτσιέρης ο [karotsxéris] & καροτσέρης ο [karotséris] Ο11 : επαγγελματίας οδηγός επιβατικού κάρου ή άμαξας.

[ιταλ. carrozzier(e) -ης· αποβ. του ημιφ. ανάμεσα σε [s] και φων. (σύγκρ. διακόσια > διακόσα)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες