Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- καροτίνη η [karotíni] Ο30 : πορτοκαλόχρωμη χρωστική ουσία που βρίσκεται κυρίως στο καρότο· προβιταμίνη A.
[λόγ. < γερμ. Karotin < Karot `καρότο΄ -in = -ίνη]
Ένα εγχείρημα του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας για την υποστήριξη της ελληνικής γλώσσας στη διαχρονία της: αρχαία ελληνική, μεσαιωνική ελληνική, νέα ελληνική αλλά και στη συγχρονική της διάσταση.
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[λόγ. < γερμ. Karotin < Karot `καρότο΄ -in = -ίνη]
© 2006 - 2008 Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας | Δικαίωμα Πνευματικής Ιδιοκτησίας | Όροι Χρήσης |