Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: καροτίνη
1 εγγραφή
καροτίνη η [karotíni] Ο30 : πορτοκαλόχρωμη χρωστική ουσία που βρίσκεται κυρίως στο καρότο· προβιταμίνη A.

[λόγ. < γερμ. Karotin < Karot `καρότο΄ -in = -ίνη]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες