Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: καρκινωματώδης
1 εγγραφή
καρκινωματώδης -ης -ες [karkinomatóδis] Ε11 : που έχει τη φύση του καρκινώματος: ~ όγκος.

[λόγ. καρκινωματ- (καρκίνωμα) -ώδης απόδ. γαλλ. carcinomateux]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες