Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- καρκινωματώδης -ης -ες [karkinomatóδis] Ε11 : που έχει τη φύση του καρκινώματος: ~ όγκος.
[λόγ. καρκινωματ- (καρκίνωμα) -ώδης απόδ. γαλλ. carcinomateux]
Ένα εγχείρημα του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας για την υποστήριξη της ελληνικής γλώσσας στη διαχρονία της: αρχαία ελληνική, μεσαιωνική ελληνική, νέα ελληνική αλλά και στη συγχρονική της διάσταση.
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[λόγ. καρκινωματ- (καρκίνωμα) -ώδης απόδ. γαλλ. carcinomateux]
© 2006 - 2008 Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας | Δικαίωμα Πνευματικής Ιδιοκτησίας | Όροι Χρήσης |