Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: καρκινοπαθής
1 εγγραφή
καρκινοπαθής -ής -ές [karkinopaθís] Ε10 : που πάσχει από καρκίνο, συνήθ. ως ουσ. ο καρκινοπαθής.

[λόγ. καρκίν(ος) 1 -ο- + -παθής]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες