Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: καριόλης
1 εγγραφή
καριόλης ο [karjólis] Ο11 θηλ. καριόλα [karjóla] Ο25α : (χυδ.) χαρακτηρισμός ανήθικου άντρα: Aυτόν τον καριόλη, αν τον ξαναβρώ μπροστά μου, θα τον κανονίσω. Είδες την καριόλα τι μου έκανε; || (υβρ.): Ρε καριόλη, τι πας να κάνεις;

[θηλ.: < καριόλα, η (δες λ.)· αρσ.: καριόλ(α) -ης (αναδρ. σχημ.)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες